νεοτουρκικός

νεοτουρκικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίνημα των Nεοτούρκων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοτουρκικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Νεοτούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεότουρκοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”